γενεσιουργός — concerned with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιουργός — ό (AM γενεσιουργός, όν) 1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία 2. αυτός που προκαλεί τη γένεση, που δημιουργεί κάτι («τα γενεσιουργά αίτια», «γενεσιουργές δυνάμεις») αρχ. μσν. ως ουσ. ο γενεσιουργός ο δημιουργός τού κόσμου, ο πλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
γενεσιουργόν — γενεσιουργός concerned with masc/fem acc sg γενεσιουργός concerned with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιουργοί — γενεσιουργός concerned with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιουργούς — γενεσιουργός concerned with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιουργά — γενεσιουργός concerned with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιουργέ — γενεσιουργός concerned with masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιουργῶς — γενεσιουργός concerned with adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεσιουργῷ — γενεσιουργός concerned with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
γενεσιουργία — γενεσιουργία, η (Μ) [γενεσιουργός] δημιουργία … Dictionary of Greek